ενδοκρανιακός

ενδοκρανιακός
-ή, -ό
αυτός που βρίσκεται ή αναπτύσσεται μέσα στην κρανιακή κοιλότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενδοκράνιος — ο 1. ο ενδοκρανιακός 2. το ουδ. ως ουσ. το ενδοκράνιο η εσωτερική επιφάνεια τής κρανιακής κοιλότητας …   Dictionary of Greek

  • σιγμοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει το σχήμα τού αρχαίου ελληνικού σίγμα , ημικυκλικός νεοελλ. 1. αυτός που έχει το σχήμα τού λατινικού σίγμα [S], δηλαδή αυτός που είναι καμπύλος και στα δύο του άκρα, αλλά προς αντίθετες διευθύνσεις 2. φρ. α) «σιγμοειδείς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”